- παλιόσκυλο
- το1. το παλιό, γέρικο ή όχι καλής ράτσας σκυλί: Πού το βρήκες αυτό το παλιόσκυλο;2. το κακό, άγριο και επικίνδυνο σκυλί: Το παλιόσκυλο ρίχτηκε πάνω μου ξαφνικά.3. μτφ., άνθρωπος σκληρός, απάνθρωπος, κακοήθης. Μην τον παρακαλάς, γιατί είναι ένα παλιόσκυλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.