παλιόσκυλο

παλιόσκυλο
το
1. το παλιό, γέρικο ή όχι καλής ράτσας σκυλί: Πού το βρήκες αυτό το παλιόσκυλο;
2. το κακό, άγριο και επικίνδυνο σκυλί: Το παλιόσκυλο ρίχτηκε πάνω μου ξαφνικά.
3. μτφ., άνθρωπος σκληρός, απάνθρωπος, κακοήθης. Μην τον παρακαλάς, γιατί είναι ένα παλιόσκυλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλιόσκυλο — το 1. σκυλί όχι εκλεκτής ράτσας ή αδέσποτο σκυλί, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) άνθρωπος κακοήθης, αχρείος, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σκυλί] …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”